λιμάρης, -α, -ικο

λιμάρης, -α, -ικο
λαίμαργος, πειναλέος: Γιατί μου κουβάλησες εδώ αυτούς τους λιμάρηδες;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιμάρης — α, ικο και λιμάρικος η, ο (Μ λιμάρικος, η, ον) 1. λαίμαργος, κοιλιόδουλος 2. φτωχός, πειναλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κατάλ. άρης (πρβλ. αγελαδ άρης, κυνηγ άρης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”